- κούτσα
- (I)η (Μ κούτσα)νεοελλ.1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο κύτος τού πλοίου από τους αρμούς5. φρ. α) (επιρρμ.) «κούτσα κούτσα» — αργά και με δυσκολία, κουτσαίνονταςβ) «κούτσα μια και κούτσα δυο» — αρίθμηση τών πηδημάτων τού παιδικού παιχνιδιού κουτσόμσν.1. αντλία2. το γένι τού τράγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικά από το επίθ. κουτσός (πρβλ. νεκρός > νέκρα). Η φρ. «κούτσα κούτσα» από κουτσά κουτσά].————————(II)η (Μ κούτσα)1. κούτσουρο, κορμός δένδρου2. κορμί.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κούτσουρο].
Dictionary of Greek. 2013.